γκρουπ

γκρουπ
το
(λ. γαλλ.), μικρή ομάδα ανθρώπων: Μπήκαμε στο μουσείο χωρισμένοι σε γκρουπ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γκρουπ — το ομάδα, συγκρότημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (γαλλ. groupe (πρβλ. ιταλ. gruppo, ισπ. grupo)] …   Dictionary of Greek

  • Κέιβ, Νικ — (Nick Cave, Βανγκαράτα, Αυστραλία 1957 –). Αυστραλός τραγουδιστής και συνθέτης. Αφού έλαβε μια επιμελημένη μόρφωση από τους εκπαιδευτικούς γονείς του, σε εφηβική ηλικία αποφάσισε να σχηματίσει ένα ροκ γκρουπ που θα οδηγούσε το ιδίωμα στα έσχατα… …   Dictionary of Greek

  • Μάρλεϊ, Μπομπ — (Robert Nesta «Bob» Marley, Σεντ Ανς, Τζαμάικα 1945 – Μαϊάμι, Φλόριντα, ΗΠΑ 1981). Τζαμαϊκανός μουσικός. Ο Μ. υπήρξε ο κυριότερος εκπρόσωπος της ρέγκε (reggae), ενός τοπικού μουσικού ιδιώματος της Καραϊβικής, στο οποίο ο ίδιος εισήγαγε στοιχεία… …   Dictionary of Greek

  • Κλας — (The Clash). Βρετανικό συγκρότημα της ροκ μουσικής. Ίσως το πιο αυθεντικό, το πιο ριζοσπαστικό και το πιο πολιτικοποιημένο μουσικό σχήμα της γενιάς του πανκ, υπήρξε ταυτόχρονα και το πιο επιτυχημένο στις ΗΠΑ. Οι Κ. σχηματίστηκαν το 1976 στο… …   Dictionary of Greek

  • Γιανγκ, Νιλ — (Neil Young, Τορόντο 1945 –). Καναδός μουσικός. Τραγουδιστής, κιθαρίστας, συνθέτης και στιχουργός, ο Γ. θεωρείται από τους κορυφαίους της ροκ μουσικής. Μετακόμισε με την οικογένειά του σε μικρή ηλικία στο Γουίνιπεγκ, όπου άρχισε να πειραματίζεται …   Dictionary of Greek

  • Γκάμπριελ, Πίτερ — (Peter Gabriel, Κόμπχαμ, Σάρεϊ 1950 –). Άγγλος τραγουδιστής της ποπ και μουσικός, συνθέτης κινηματογραφικής μουσικής και μουσικός παραγωγός. Ένας μοναδικός συνδυασμός ταλέντου, ευφυΐας και κοινωνικής ευαισθησίας έχει αναδείξει τον Γ. σε μία από… …   Dictionary of Greek

  • Γουέλερ, Πολ — (Paul Weller, Σάρεϊ 1958 –). Άγγλος συνθέτης και τραγουδιστής. Ο Γ. υπήρξε ιδρυτής, συνθέτης και τραγουδιστής του μουσικού συγκροτήματος The Jam, ενός από τα πιο δημοφιλή του τέλους της δεκαετίας του 1970 και των αρχών της επομένης. Μετά τη… …   Dictionary of Greek

  • Γουόκερ, Σκοτ — (Scott Walker, Οχάιο 1943 –). Αμερικανός συνθέτης και τραγουδιστής. Ο Γ. αποτελεί μία από τις πλέον αινιγματικές μορφές της ροκ μουσικής της δεκαετίας του 1960. Σχεδόν παντελώς αγνοημένος στην πατρίδα του, γνώρισε μεγάλη επιτυχία για σύντομο… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Λένον, Τζον — (John Winston Lennon, Λίβερπουλ 1940 – Νέα Υόρκη 1980). Συνθέτης, στιχουργός και τραγουδιστής της ποπ μουσικής. Ο Λ. μεγάλωσε με τους θείους του σε μια εργατική γειτονιά του Λίβερπουλ. Το 1956 ξεκίνησε να παίζει μπάντζο, ενώ σύντομα άρχισε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”